διεκδικητής — ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ διεκδικητής, ο) [διεκδικώ] νεοελλ. 1. αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο δικαίωμα («διεκδικητής περιουσίας») 2. υποψήφιος, μνηστήρας («διεκδικητής τού θρόνου») μσν. 1. υπερασπιστής 2. κηδεμόνας, πληρεξούσιος … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
αιτητής — αἰτητής, ο (Α) ο απαιτητής, ο διεκδικητής … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… … Dictionary of Greek
προσποιητός — ή, ό / προσποιητός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και προσποίητος, ον, Α [προσποιοῡμαι] 1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Στζιλιγκέτι, Έντε — (Sziligeti). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου κωμωδιογράφου Γιότζεφ Στζατμάρι (Ναγκυβάραντ 1814 – Βουδαπέστη 1878). Υπήρξε πολυγραφότατος. Έγραψε περισσότερα από 100 θεατρικά έργα (κωμωδίες και τραγωδίες) με ιστορικό και κοινωνικό περιεχόμενο.… … Dictionary of Greek
Χάκων — Όνομα βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. X. ο A’ ο Αγαθός (935 – 961). Ήταν ο νεότερος γιος του βασιλιά Χάραλδου Χάρφαγκρε και μεγάλωσε στην αυλή του βασιλιά της Αγγλίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του γύρισε στη Νορβηγία για να διεκδικήσει τον θρόνο… … Dictionary of Greek